- ἀδηφαγία
- ἀδηφαγίᾱ , ἀδηφαγίαgluttonyfem nom/voc/acc dualἀδηφαγίᾱ , ἀδηφαγίαgluttonyfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀδηφαγίᾳ — ἀδηφαγίᾱͅ , ἀδηφαγία gluttony fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁδηφαγίᾳ — ἀδηφαγίᾱͅ , ἀδηφαγία gluttony fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδηφαγία — Θεά της πολυφαγίας στην αρχαία Σικελία, όπου υπήρχε και ναός της. Η Α. ήταν μια γυναίκα με μεγάλη κοιλιά, που πλησίαζε το ένα χέρι γεμάτο φαγητά προς το στόμα, ενώ ταυτόχρονα άπλωνε το άλλο χέρι για να πάρει κι άλλα. Κοντά της στεκόταν συνήθως… … Dictionary of Greek
αδηφαγία — η η πολυφαγία, η απληστία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κἀδηφαγίας — ἀδηφαγίᾱς , ἀδηφαγία gluttony fem acc pl ἀδηφαγίᾱς , ἀδηφαγία gluttony fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηφαγίας — ἀδηφαγίᾱς , ἀδηφαγία gluttony fem acc pl ἀδηφαγίᾱς , ἀδηφαγία gluttony fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηφαγίαι — ἀδηφαγίᾱͅ , ἀδηφαγία gluttony fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηφαγίαν — ἀδηφαγίᾱν , ἀδηφαγία gluttony fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηφαγιῶν — ἀδηφαγία gluttony fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηφαγίαις — ἀδηφαγία gluttony fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)